πλαστίδιο

πλαστίδιο
το, Ν
βοτ. οργανίδιο που απαντά στο κυτταρόπλασμα όλων τών ζωντανών φυτικών κυττάρων καθώς και στους φωτοσυνθετικούς προκαρυωτικούς οργανισμούς με διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά από περίπτωση σε περίπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastidium < αρχ. πλάστις, -ιδος, θηλ. τού πλάστης < πλάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… …   Dictionary of Greek

  • προπλαστίδιο — το, Ν βοτ. μικρό οργανίδιο, διαμέτρου μικρότερης τού ενός μικρομέτρου, που απαντά στο κυτταρόπλασμα τών ζωντανών μεριστωματικών φυτικών κυττάρων και από το οποίο αναπτύσσεται το πλαστίδιο …   Dictionary of Greek

  • ροδοπλάστης — ο, Ν βιολ. κόκκινο πλαστίδιο που απαντά στα κύτταρα τών ροδοφυκών …   Dictionary of Greek

  • χρωμοπλάστης — ο, Ν βοτ. έγχρωμο πλαστίδιο τού κυττάρου που δεν περιέχει χλωροφύλλη αλλά μια κίτρινη ή κόκκινη χρωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromoplast < χρώμα + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χρωμοπλάσται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”